ἁπλουστέρων

ἁπλουστέρων
ἁπλόος
twofold
fem gen pl
ἁπλόος
twofold
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμφίβολοι — Ορυκτά τα οποία ορίζονται χημικά πυριτικά άλατα ασβεστίου, σιδήρου και μαγνησίου. Ο τύπος των απλούστερων α. είναι (Mg,Fe) SiO3 και στους πιο σύνθετους το μαγνήσιο και το σίδηρο μπορούν να αντικατασταθούν από το αργίλιο, το ασβέστιο και το νάτριο …   Dictionary of Greek

  • διάσπαση — Βίαιος διαχωρισμός, διαμελισμός, διχασμός, παράλυση συνοχής. Στην πυρηνική φυσική ο όρος αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο ένας ασταθής, λόγω μεγάλης μάζας, πυρήνας διασπάται σε άλλους. σταθερά δ. Η πιθανότητα ανά μονάδα χρόνου να συμβεί… …   Dictionary of Greek

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυμερής — ές, ΝΜΑ αυτός που απαρτίζεται από πολλά μέρη νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται με πολλά («πολυμερές ενδιαφέρον») 2. αυτός που έχει επίδοση σε πολλούς τομείς τής γνώσης («πολυμερής κατάρτιση») 3. χημ. αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό… …   Dictionary of Greek

  • πολυμερισμός — ο, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τών χημικών αντιδράσεων κατά τις οποίες σχηματίζονται μακρομόρια, δηλαδή μόρια με πολύ μεγάλο πλήθος ατόμων και, κατά συνέπεια, με πολύ μεγάλο μοριακό βάρος, ως αποτέλεσμα τής χημικής σύνδεσης μεγάλου αριθμού… …   Dictionary of Greek

  • συμπολυμερές — το, Ν χημ. 1. πολυμερής χημική ένωση τα μακρομόρια τής οποίας έχουν σχηματιστεί από τη συνένωση δύο ή περισσότερων τύπων απλούστερων μορίων, τών μονομερών 2. φρ. «συμπολυμερές συμπύκνωσης» συμπολυμερές που προκύπτει από την αντίδραση τής… …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • διμερές — Χημικός όρος που χαρακτηρίζει ένα μόριο που προέρχεται από τον συνδυασμό δύο όμοιων απλούστερων μορίων, τα οποία ονομάζονται μονομερή. Το φαινόμενο του διμερισμού είναι σύνηθες στους υδρογονάνθρακες με ευθεία αλυσίδα και στα λιπαρά οξέα. Πολλά δ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”